περισσος

περισσος
    περισσός
    атт. περιττός 3
    1) чрезвычайный, небывалый
    

(δῶρα Hes.)

    περισσὰ μηχανᾶσθαι Her. — творить странные дела;
    περισσὰ πράσσειν Soph. — делать непосильное;
    ἐκ περισσοῦ NT. — чрезвычайно;
    μᾶλλον περισσότερον NT. — еще более

    2) особенный, замечательный, необыкновенный
    

(λόγος Soph.; ἄγρα, πάθος Eur.)

    π. ὢν ἀνήρ Eur. — будучи необыкновенным человеком;
    κάλλει προσώπου θαυμαστὸς καὴ π. Plut. — замечательно красивый лицом

    3) превосходящий, высший
    

π. τινος πρός τι Soph. — превосходящий кого-л. в чем-л;

    λήψεσθαι περισσότερον χρῖμα NT. — получить более суровый приговор

    4) имеющийся в избытке, чрезмерный
    

(αἱ δαπάναι Xen.)

    περιττόν τι ἔχειν Xen. — иметь что-л. в избытке;
    ἥ περιττέ ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Plat. — чрезмерная забота о (своем) теле;
    τῶν ἀρκούντων περιττά Xen. — больше, чем достаточно;
    οἱ περισσοὴ ἱππεῖς Xen. — резерв конницы;
    τοῖς περιττοῖς χρήσασθαι Xen. — использовать избыток людей

    5) лишний, бесполезный, ненужный
    

(πόνος Soph.)

    περισσὰ κηρύσσειν τινί Aesch. — давать кому-л. бесполезные советы;
    περισσοὴ πάντες οὑν (= οἱ ἐν) μέσῳ λόγοι Eur. — все примирительные слова бесполезны

    6) неумеренный, преувеличенный (преувеличивающий)
    

(λόγοι Plat.; πολυπράγμων καὴ π. Polyb.)

    π. ἐν ἅπασι Plut. — ни в чем не знающий меры;
    περὴ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβές καὴ π. Plut. — слишком уж преданный уходу за своим телом;
    ὅ π. ἐν τοῖς λόγοις Aeschin. — не в меру речистый

    7) тонкий, проникновенный, проницательный
    

(ἀκριβές καὴ περιττέ διάνοια Arst.)

    8) нечетный
    

(ἀριθμός Plat., Arst.). - см. тж. περισσά и περισσόν


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "περισσος" в других словарях:

  • περισσός — beyond the regular number masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • περίσσος — α, ο βλ. περίσσιος …   Dictionary of Greek

  • περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσός — ή, ό βλ. περίσσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσότερον — περισσός beyond the regular number adverbial comp περισσός beyond the regular number masc acc comp sg περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττότερον — περισσός beyond the regular number adverbial comp (attic) περισσός beyond the regular number masc acc comp sg (attic) περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσοτέρων — περισσός beyond the regular number fem gen comp pl περισσός beyond the regular number masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσοτέρως — περισσός beyond the regular number adverbial comp περισσός beyond the regular number masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»